- αποπερατώνομαι
- αποπερατώνομαι, αποπερατώθηκα, αποπερατωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απογίνομαι — όγινα, ογινωμένος 1. γίνομαι, καταντώ, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο: Τι απόγινε εκείνη η υπόθεσή σου στο υπουργείο; 2. χειροτερεύω, ξεπερνώ τα όρια: Τις τελευταίες μέρες ο άρρωστος απόγινε. 3. αποπερατώνομαι: Έγινε κι απόγινε η αναδάσωση στο χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)